διασαφηνίζω

διασαφηνίζω
μετ.
1) выяснять; уточнять;

διασαφηνίζω τό ζήτημα — выяснять вопрос;

2) пояснять, разъяснять;

διασαφηνίζω κάτι — вносить во что-л, ясность;

3) перен. освещать;

διασαφηνίζω την κατάσταση — освещать обстановку


Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Смотреть что такое "διασαφηνίζω" в других словарях:

  • διασαφηνίζω — διασαφηνίζω, διασαφήνισα βλ. πίν. 33 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • διασαφηνίζω — βλ. διασαφώ …   Dictionary of Greek

  • διασαφηνίζω — διασαφήνισα, διασαφηνίστηκα, διασαφηνισμένος, επεξηγώ, ξεκαθαρίζω το νόημα: Πρέπει να διασαφηνίσεις τις προθέσεις σου …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • διασαφηνίσουσιν — διασαφηνίζω make clear aor subj act 3rd pl (epic) διασαφηνίζω make clear fut part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic) διασαφηνίζω make clear fut ind act 3rd pl (attic epic doric ionic) διασαφηνίζω make clear aor subj act 3rd pl (epic)… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διασαφηνίσω — διασαφηνίζω make clear aor subj act 1st sg διασαφηνίζω make clear fut ind act 1st sg διασαφηνίζω make clear aor subj act 1st sg διασαφηνίζω make clear fut ind act 1st sg διασαφηνίζω make clear aor ind mid 2nd sg (homeric ionic) διασαφηνίζω make… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διασαφηνιεῖ — διασαφηνίζω make clear fut ind mid 2nd sg (attic epic doric ionic) διασαφηνίζω make clear fut ind act 3rd sg (attic epic doric ionic) διασαφηνίζω make clear fut ind mid 2nd sg (attic epic doric ionic) διασαφηνίζω make clear fut ind act 3rd sg… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διασαφηνιζόντων — διασαφηνίζω make clear pres part act masc/neut gen pl διασαφηνίζω make clear pres imperat act 3rd pl διασαφηνίζω make clear pres part act masc/neut gen pl διασαφηνίζω make clear pres imperat act 3rd pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διασαφηνίζει — διασαφηνίζω make clear pres ind mp 2nd sg διασαφηνίζω make clear pres ind act 3rd sg διασαφηνίζω make clear pres ind mp 2nd sg διασαφηνίζω make clear pres ind act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διασαφηνίσαι — διασαφηνίζω make clear aor inf act διασαφηνίσαῑ , διασαφηνίζω make clear aor opt act 3rd sg διασαφηνίζω make clear aor inf act διασαφηνίσαῑ , διασαφηνίζω make clear aor opt act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διασαφηνίσομεν — διασαφηνίζω make clear aor subj act 1st pl (epic) διασαφηνίζω make clear fut ind act 1st pl διασαφηνίζω make clear aor subj act 1st pl (epic) διασαφηνίζω make clear fut ind act 1st pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διασαφηνισθήσεται — διασαφηνίζω make clear fut ind pass 3rd sg διασαφηνίζω make clear fut ind pass 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»